- βενζόη
- η бензой, росный ладан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βενζόη — Βαλσαμική ρητίνη, η οποία προέρχεται από μερικά δέντρα της οικογένειας των στυρακοειδών με εντομή στον κορμό του φυτού. Κάτω από την εντομή σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα,… … Dictionary of Greek
βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
κωνιφερυλικός — ή, ό φρ. (βιοχ.) «κωνιφερυλική αλκοόλη» κοινή ονομασία χημικής ένωσης που είναι συστατικό τής λιγνίνης και απαντά υπό τη μορφή γλυκοζίτη στην κωνιφερίνη και στη βενζόη τού Σιάμ … Dictionary of Greek
πρωτοκατεχικός — ή, ό, Ν φρ. «πρωτοκατεχικό οξύ» χημ. κοινή ονομασία τής αρωματικής οργανικής ένωσης 3, 4 διυδροξυ βενζοϊκό οξύ, που απαντά στους καρπούς τού φυτού ιλλίκιο και σχηματίζεται κατά την αλκαλική τήξη πάμπολλων προϊόντων, όπως είναι οι κατεχίνες, το… … Dictionary of Greek